- ἐέσσατο
- ἕζομαιseat oneselfaor ind mid 3rd sg (epic)ἕζομαιseat oneselfaor ind mid 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἑέσσατο — ἕννυμι ves aor ind mid 3rd sg (epic) ἵζω si sd o aor ind mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐέσσατ' — ἐέσσατο , ἕζομαι seat oneself aor ind mid 3rd sg (epic) ἐέσσατο , ἕζομαι seat oneself aor ind mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδηνεκής — ές, Α αυτός που φτάνει ώς κάτω στα πόδια (α. «ἑέσσατο δέρμα λέοντος... ποδηνεκές», Ομ. Ιλ. β. «ἐσθὴς ποδηνεκής», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ηνεκής (< θ. ενεκ τού αορ. ἐνεγκεῖν* τού φέρω). Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως … Dictionary of Greek